- ναυσίδρομος
- ναυσί-δρομος, ον,A ship-speeding,
οὖρος Orph.H.74.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὖρος Orph.H.74.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυσίδρομος — ναυσίδρομος, ον (Α) αυτός που επιταχύνει τον πλου καραβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + δρόμος] … Dictionary of Greek
ναυσίδρομον — ναυσίδρομος ship speeding masc/fem acc sg ναυσίδρομος ship speeding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek